- σιληπορδώ
- και δωρ. σιλαπορδῶ, -έω, Ασυμπεριφέρομαι με αναίδεια, με χυδαίο εγωισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιλη- + -πορδῶ (< πορδή < πέρδομαι). Για το α' συνθετικό σιλη- έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το Σιληνός (πρβλ. Πορδο-σιλήνη «ονομασία νησιού») ή με τον τ. *σιλός (βλ. λ. σίλλος). Κατ' άλλους, πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (πρβλ. αττ. τιλλῶ). Στην Νέα Ελληνική απαντά ο τ. τσιλη(μ)πουρδώ / τσιλημπουρδίζω].
Dictionary of Greek. 2013.