σιληπορδώ

σιληπορδώ
και δωρ. σιλαπορδῶ, -έω, Α
συμπεριφέρομαι με αναίδεια, με χυδαίο εγωισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιλη- + -πορδῶ (< πορδή < πέρδομαι). Για το α' συνθετικό σιλη- έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το Σιληνός (πρβλ. Πορδο-σιλήνη «ονομασία νησιού») ή με τον τ. *σιλός (βλ. λ. σίλλος). Κατ' άλλους, πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (πρβλ. αττ. τιλλῶ). Στην Νέα Ελληνική απαντά ο τ. τσιλη(μ)πουρδώ / τσιλημπουρδίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • σιλαπορδώ — έω, Α βλ. σιληπορδῶ …   Dictionary of Greek

  • σιληπορδία — ἡ, Α [σιληπορδῶ] ανοίκεια θρασύτητα, αναιδής αυθάδεια …   Dictionary of Greek

  • τσιλη(μ)πουρδώ — Ν τσιλημπουρδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιληπορδῶ* (για την τροπή τού σ σε τσ πρβλ. τσυρίζω < συρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”